υπερήλικας

υπερήλικας
[ипэриликас] ουσ α человек преклонных лет.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερήλικας" в других словарях:

  • υπερήλικας — ο, Ν βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

  • ταχυθάνατος — η, ο / ταχυθάνατος, ον, ΝΑ 1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο 2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός νεοελλ. βραχύβιος αρχ. 1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα 2. (κατ επέκτ.) υπερήλικας 3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι»… …   Dictionary of Greek

  • υπέρηβος — ον, ΜΑ υπερήλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστίνος — I (Γεώργιος Λαμπαρδάκης, Βουκολιές Χανίων Κρήτης 1938 –). Μητροπολίτης Γερμανίας και έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Σάλτσμπουργκ, Μίνστερ και Βερολίνου Γερμανίας (1960 66). Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»